ραβί

ραβί
ο
(λ. εβρ.), δάσκαλος, κύριος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραβί — ο, Ν (στους Εβραίους) βλ. ραββί …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Παντζάμπ — (η Πενταποταμία των αρχαίων). Περιοχή της ινδικής υποηπείρου, που έχει διαιρεθεί από το 1947 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Η διαίρεση αυτή έγινε με αυστηρά θρησκευτικά κριτήρια· η Ινδία πήρε το ανατολικό τμήμα, που κατοικείται κατά το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… …   Dictionary of Greek

  • ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος …   Dictionary of Greek

  • ραββί — ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α (κυρίως στην Καινή Διαθήκη) 1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές τού Νόμου και τής Γραφής, μέγας διδάσκαλος τού Μωσαϊκού Νόμου 2. (στους… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσο, Πέντρο — (Pedro Alfonso, 11ος 12ος αι.). Ισπανοεβραίος γιατρός, φιλόσοφος και διασκευαστής λαϊκών διηγήσεων. Το εβραϊκό του όνομα ήταν Ραβί Μωυσή Σεφαρδί. Το 1106 βαφτίστηκε χριστιανός και παρέμεινε γιατρός και ευνοούμενος στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου… …   Dictionary of Greek

  • Βιάν, Μπορίς — (Boris Vian, Βιλ ντ’ Αβρέ, Παρίσι 1920 – 1959). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και μουσικός. Ο Β. επηρεάστηκε σημαντικά από τη νέα αμερικανική λογοτεχνία και τον υπερρεαλισμό, αν και η δική του γραφή ήταν πιο… …   Dictionary of Greek

  • Γκλας, Φίλιπ — (Philip Glass, Βαλτιμόρη 1937 –). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, ο Γ. έχει καταφέρει με το πολυποίκιλο έργο του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σοβαρής μουσικής και ποπ, χάρη σε νέους τρόπους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”